Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκυτικός
σκύτινος
σκυτοδέψης
σκῦτος
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
σκωπτόλης
σκώπτω
σκωρία
σκῶρ
σκώψ
View word page
σκωληκόβρωτος
σκωληκόβρωτος σκωληκό-βρωτος, ον, βιβρώσκω eaten of worms, NTest.
ShortDef
eaten of worms
Debugging
Headword:
σκωληκόβρωτος
Headword (normalized):
σκωληκόβρωτος
Headword (normalized/stripped):
σκωληκοβρωτος
IDX:
29873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29908
Key:
skwlhko/brwtos
Data
{'content': 'σκωληκόβρωτος\n σκωληκό-βρωτος, ον,\n βιβρώσκω\n eaten of worms, NTest.', 'key': 'skwlhko/brwtos'}