Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκυταληφόρος
σκυταλίς
σκύταλον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκυτικός
σκύτινος
σκυτοδέψης
σκῦτος
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
σκωμμάτιον
σκωπτικός
View word page
σκυτοτομία
σκυτοτομία σκῡτοτομία, ἡ, from σκῡτοτόμος shoemaking, Plat.
ShortDef
shoemaking
Debugging
Headword:
σκυτοτομία
Headword (normalized):
σκυτοτομία
Headword (normalized/stripped):
σκυτοτομια
IDX:
29868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29903
Key:
skutotomi/a
Data
{'content': 'σκυτοτομία\n σκῡτοτομία, ἡ,\n from σκῡτοτόμος\n shoemaking, Plat.', 'key': 'skutotomi/a'}