Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίς
σκύταλον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκυτικός
σκύτινος
σκυτοδέψης
σκῦτος
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
σκῶμμα
View word page
σκῦτος
σκῦτος .σκῦτος, εος, τό, a skin, hide, esp. a dressed or tanned hide, Od., Ar., etc. like κύτος a leather thong, a whip, Dem.; σκύτη βλέπειν to look whips, i. e. as if one was going to be whipt, Ar.

ShortDef

a skin, hide; lash

Debugging

Headword:
σκῦτος
Headword (normalized):
σκῦτος
Headword (normalized/stripped):
σκυτος
IDX:
29866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29901
Key:
sku=tos

Data

{'content': 'σκῦτος\n .σκῦτος, εος, τό,\n a skin, hide, esp. a dressed or tanned hide, Od., Ar., etc.\n like κύτος\n a leather thong, a whip, Dem.; σκύτη βλέπειν to look whips, i. e. as if one was going to be whipt, Ar.', 'key': 'sku=tos'}