Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σκῦρος
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίς
σκύταλον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκυτικός
σκύτινος
σκυτοδέψης
σκῦτος
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
σκώληξ
σκῶλος
View word page
σκυτοδέψης
σκυτοδέψης σκῡτο-δέψης, ου, ὁ, δέφω, fut. δέψω a leather-dresser, currier, Theophr.: so, σκῡτόδεψος, ὁ, Plat., Luc.
ShortDef
a leather-dresser, currier
Debugging
Headword:
σκυτοδέψης
Headword (normalized):
σκυτοδέψης
Headword (normalized/stripped):
σκυτοδεψης
IDX:
29865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29900
Key:
skutode/yhs
Data
{'content': 'σκυτοδέψης\n σκῡτο-δέψης, ου, ὁ,\n δέφω, fut. δέψω\n a leather-dresser, currier, Theophr.: so, σκῡτόδεψος, ὁ, Plat., Luc.', 'key': 'skutode/yhs'}