Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
ἀνορέα
ἀνορθόω
ἄνορμος
ἀνόρνυμι
View word page
ἄνομος
ἄνομος without law, lawless, Hdt., Trag., etc.:— adv. -μως, Eur., etc.; comp. -ώτερον, Plat. (νόμος II) musical, Aesch.
ShortDef
without law, lawless
Debugging
Headword:
ἄνομος
Headword (normalized):
ἄνομος
Headword (normalized/stripped):
ανομος
IDX:
2989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2990
Key:
a)/nomos
Data
{'content': 'ἄνομος\n without law, lawless, Hdt., Trag., etc.:— adv. -μως, Eur., etc.; comp. -ώτερον, Plat.\n (νόμος II) musical, Aesch.', 'key': 'a)/nomos'}