Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἄγυρις
ἀγυρμός
View word page
ἄγρυπνος
ἄγρυπνος ἀγρέω hunting after sleep, i. e. sleepless, wakeful, Plat., etc.: metaph., Ζηνὸς ἄγρ. βέλος Aesch.; τὸ ἄγρυπνον ἀγρυπνία, Plat. act. keeping awake, μέριμναι Anth.
ShortDef
hunting after sleep
Debugging
Headword:
ἄγρυπνος
Headword (normalized):
ἄγρυπνος
Headword (normalized/stripped):
αγρυπνος
IDX:
299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n299
Key:
a)/grupnos
Data
{'content': 'ἄγρυπνος\n ἀγρέω\n hunting after sleep, i. e. sleepless, wakeful, Plat., etc.: metaph., Ζηνὸς ἄγρ. βέλος Aesch.; τὸ ἄγρυπνον ἀγρυπνία, Plat.\n act. keeping awake, μέριμναι Anth.', 'key': 'a)/grupnos'}