σκυτικός
σκυτικός
σκῡτικός, ή, όν
σκῦτος
skilled in shoemaking:— ἡ -κή (sub. τέχνη) = σκυτοτομία, Plat.
{
"content": "σκυτικός\n σκῡτικός, ή, όν\n σκῦτος\n skilled in shoemaking:— ἡ -κή (sub. τέχνη) = σκυτοτομία, Plat.",
"key": "skutiko/s"
}