Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκυλοχαρής
σκύμνος
Σκῦρος
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίς
σκύταλον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκυτικός
σκύτινος
σκυτοδέψης
σκῦτος
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
σκύφος
σκωληκόβρωτος
View word page
σκυτικός
σκυτικός σκῡτικός, ή, όν σκῦτος skilled in shoemaking:— ἡ -κή (sub. τέχνη) = σκυτοτομία, Plat.
ShortDef
skilled in shoemaking
Debugging
Headword:
σκυτικός
Headword (normalized):
σκυτικός
Headword (normalized/stripped):
σκυτικος
IDX:
29863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29898
Key:
skutiko/s
Data
{'content': 'σκυτικός\n σκῡτικός, ή, όν\n σκῦτος\n skilled in shoemaking:— ἡ -κή (sub. τέχνη) = σκυτοτομία, Plat.', 'key': 'skutiko/s'}