Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκύμνος
Σκῦρος
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίς
σκύταλον
σκυτεύς
σκυτεύω
σκυτικός
σκύτινος
σκυτοδέψης
σκῦτος
σκυτοτομέω
σκυτοτομία
σκυτοτομικός
σκυτοτόμος
σκυτοτραγέω
View word page
σκυτεύς
σκυτεύς σκῡτεύς, έως, ὁ, σκῦτος = σκυτοτόμος, Ar., Plat., etc.
ShortDef
leather worker (σκυτοτόμος)
Debugging
Headword:
σκυτεύς
Headword (normalized):
σκυτεύς
Headword (normalized/stripped):
σκυτευς
IDX:
29861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29896
Key:
skuteu/s
Data
{'content': 'σκυτεύς\n σκῡτεύς, έως, ὁ,\n σκῦτος\n = σκυτοτόμος, Ar., Plat., etc.', 'key': 'skuteu/s'}