σκυταληφορέω
            
          
          σκυταληφορέω
 σκῠτᾰληφορέω,
  fut. -ήσω
 to carry a club, Strab.
 from σκῠτᾰληφόρος
          {
  "content": "σκυταληφορέω\n σκῠτᾰληφορέω,\n  fut. -ήσω\n to carry a club, Strab.\n from σκῠτᾰληφόρος",
  "key": "skutalhfore/w"
}