Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
σκυληφόρος
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκύμνος
Σκῦρος
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίς
σκύταλον
σκυτεύς
σκυτεύω
View word page
σκυλοφόρος
σκυλοφόρος σκῡλο-φόρος, ον, φέρω receiving the spoil, Anth.

ShortDef

receiving the spoil

Debugging

Headword:
σκυλοφόρος
Headword (normalized):
σκυλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
σκυλοφορος
IDX:
29852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29887
Key:
skulofo/ros

Data

{'content': 'σκυλοφόρος\n σκῡλο-φόρος, ον,\n φέρω\n receiving the spoil, Anth.', 'key': 'skulofo/ros'}