Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
σκυληφόρος
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκύμνος
Σκῦρος
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίς
σκύταλον
σκυτεύς
View word page
σκύλος
σκύλος .σκύλος (ῠ), ος, εος, τό, a skin, hide, Theocr., Anth.

ShortDef

a skin, hide

Debugging

Headword:
σκύλος
Headword (normalized):
σκύλος
Headword (normalized/stripped):
σκυλος
IDX:
29851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29886
Key:
sku/los

Data

{'content': 'σκύλος\n .σκύλος (ῠ), ος, εος, τό,\n a skin, hide, Theocr., Anth.', 'key': 'sku/los'}