Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
σκυληφόρος
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκύμνος
Σκῦρος
σκυτάλη
σκυταληφορέω
σκυταληφόρος
σκυταλίς
View word page
σκυλοδέψης
σκυλοδέψης σκῠλο-δέψης, ου, ὁ, δέφω, fut. δέψω a tanner of hides, Ar.:—so σκυλό-δεψος, ὁ, Dem.

ShortDef

a tanner of hides

Debugging

Headword:
σκυλοδέψης
Headword (normalized):
σκυλοδέψης
Headword (normalized/stripped):
σκυλοδεψης
IDX:
29849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29884
Key:
skulode/yhs

Data

{'content': 'σκυλοδέψης\n σκῠλο-δέψης, ου, ὁ,\n δέφω, fut. δέψω\n a tanner of hides, Ar.:—so σκυλό-δεψος, ὁ, Dem.', 'key': 'skulode/yhs'}