Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκυλακεία
σκυλάκευμα
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
σκυληφόρος
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
σκύμνος
Σκῦρος
σκυτάλη
σκυταληφορέω
View word page
σκύλλω
σκύλλω .σκύλλω, to rend, mangle:—Pass., Aesch. metaph. to trouble, annoy, Lat. vexare, NTest.:—Pass. or Mid., μὴ σκύλλου trouble not thyself, NTest.; ἐσκυλμένοι troubled, distressed, NTest.
ShortDef
to rend, mangle
Debugging
Headword:
σκύλλω
Headword (normalized):
σκύλλω
Headword (normalized/stripped):
σκυλλω
IDX:
29847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29882
Key:
sku/llw
Data
{'content': 'σκύλλω\n \n .σκύλλω,\n to rend, mangle:—Pass., Aesch.\n metaph. to trouble, annoy, Lat. vexare, NTest.:—Pass. or Mid., μὴ σκύλλου trouble not thyself, NTest.; ἐσκυλμένοι troubled, distressed, NTest.', 'key': 'sku/llw'}