Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλάκαινα
σκυλακεία
σκυλάκευμα
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
σκυληφόρος
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
σκυλοφόρος
σκυλοχαρής
View word page
σκύλευμα
σκύλευμα σκύ_λευμα, ατος, τό, mostly in pl. the arms stript off a slain enemy, spoils, Eur., Thuc. from σκῡλεύω
ShortDef
the arms stript off a slain enemy, spoils
Debugging
Headword:
σκύλευμα
Headword (normalized):
σκύλευμα
Headword (normalized/stripped):
σκυλευμα
IDX:
29843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29878
Key:
sku/leuma
Data
{'content': 'σκύλευμα\n σκύ_λευμα, ατος, τό,\n mostly in pl. the arms stript off a slain enemy, spoils, Eur., Thuc.\n from σκῡλεύω', 'key': 'sku/leuma'}