Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλάκαινα
σκυλακεία
σκυλάκευμα
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
σκυληφόρος
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
σκύλος
View word page
σκυλακώδης
σκυλακώδης σκῠλᾰκ-ώδης, ες εἶδος like a young dog: τὸ σκυλακῶδες the nature of puppies, Xen.

ShortDef

like a young dog

Debugging

Headword:
σκυλακώδης
Headword (normalized):
σκυλακώδης
Headword (normalized/stripped):
σκυλακωδης
IDX:
29841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29876
Key:
skulakw/dhs

Data

{'content': 'σκυλακώδης\n σκῠλᾰκ-ώδης, ες\n εἶδος\n like a young dog: τὸ σκυλακῶδες the nature of puppies, Xen.', 'key': 'skulakw/dhs'}