Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σκυθιστί
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλάκαινα
σκυλακεία
σκυλάκευμα
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
σκυληφόρος
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
σκῦλον
View word page
σκυλάκιον
σκυλάκιον σκῠλάκιον (ᾰ), ου, τό, Dim. of σκύλαξ, Plat., Xen.
ShortDef
young puppy
Debugging
Headword:
σκυλάκιον
Headword (normalized):
σκυλάκιον
Headword (normalized/stripped):
σκυλακιον
IDX:
29840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29875
Key:
skula/kion
Data
{'content': 'σκυλάκιον\n σκῠλάκιον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of σκύλαξ, Plat., Xen.', 'key': 'skula/kion'}