Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σκυθικός
Σκυθιστί
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλάκαινα
σκυλακεία
σκυλάκευμα
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
σκυληφόρος
Σκύλλα
σκύλλω
σκυλοδεψέω
σκυλοδέψης
View word page
σκυλακεύω
σκυλακεύω σκῠλᾰκεύω, fut. -σω σκύλαξ to pair dogs for breeding, Xen. Pass. to be suckled, Strab.

ShortDef

to pair dogs for breeding

Debugging

Headword:
σκυλακεύω
Headword (normalized):
σκυλακεύω
Headword (normalized/stripped):
σκυλακευω
IDX:
29839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29874
Key:
skulakeu/w

Data

{'content': 'σκυλακεύω\n σκῠλᾰκεύω,\n fut. -σω\n σκύλαξ\n to pair dogs for breeding, Xen.\n Pass. to be suckled, Strab.', 'key': 'skulakeu/w'}