Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκυθιστί
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλάκαινα
σκυλακεία
σκυλάκευμα
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
σκυληφόρος
Σκύλλα
View word page
σκυλάκαινα
σκυλάκαινα σκῠλάκαινα (λᾰ), ἡ, fem. of σκύλαξ, Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σκυλάκαινα
Headword (normalized):
σκυλάκαινα
Headword (normalized/stripped):
σκυλακαινα
IDX:
29836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29871
Key:
skula/kaina

Data

{'content': 'σκυλάκαινα\n σκῠλάκαινα (λᾰ), ἡ,\n fem. of σκύλαξ, Anth.', 'key': 'skula/kaina'}