Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκυδμαίνω
σκύζομαι
Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκυθιστί
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλάκαινα
σκυλακεία
σκυλάκευμα
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
σκυλεύω
View word page
σκυθρωπάζω
σκυθρωπάζω σκυθρωπάζω, to look angry or sullen, be of a sad countenance, Ar., Xen., etc. from σκυθρωπός

ShortDef

to look angry

Debugging

Headword:
σκυθρωπάζω
Headword (normalized):
σκυθρωπάζω
Headword (normalized/stripped):
σκυθρωπαζω
IDX:
29834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29869
Key:
skuqrwpa/zw

Data

{'content': 'σκυθρωπάζω\n σκυθρωπάζω,\n to look angry or sullen, be of a sad countenance, Ar., Xen., etc.\n from σκυθρωπός', 'key': 'skuqrwpa/zw'}