Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκύβαλον
σκυδμαίνω
σκύζομαι
Σκύθης
Σκυθίζω
Σκυθίζω
Σκυθικός
Σκυθιστί
Σκυθοτοξότης
σκυθράζω
σκυθρός
σκυθρωπάζω
σκυθρωπός
σκυλάκαινα
σκυλακεία
σκυλάκευμα
σκυλακεύω
σκυλάκιον
σκυλακώδης
σκύλαξ
σκύλευμα
View word page
σκυθρός
σκυθρός σκυθρός, ά, όν σκύζομαι angry, sullen, Menand.
ShortDef
angry, sullen
Debugging
Headword:
σκυθρός
Headword (normalized):
σκυθρός
Headword (normalized/stripped):
σκυθρος
IDX:
29833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29868
Key:
skuqro/s
Data
{'content': 'σκυθρός\n σκυθρός, ά, όν\n σκύζομαι\n angry, sullen, Menand.', 'key': 'skuqro/s'}