Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
ἀνοράω
ἀνόργανος
View word page
ἀνομολογητέος
ἀνομολογητέος verb. adj. of ἀνομολογέομαι one must admit, Plat.
ShortDef
one must admit
Debugging
Headword:
ἀνομολογητέος
Headword (normalized):
ἀνομολογητέος
Headword (normalized/stripped):
ανομολογητεος
IDX:
2985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2986
Key:
a)nomologhte/os
Data
{'content': 'ἀνομολογητέος\n verb. adj. of ἀνομολογέομαι\n one must admit, Plat.', 'key': 'a)nomologhte/os'}