Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκοπιήτης
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρός
σκοπός
σκορακίζω
σκορδινάομαι
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκορόδιον
Σκοροδομάχοι
σκόροδον
σκορπίζω
σκορπίος
σκοταῖος
σκοτεινός
σκοτία
σκοτίζω
σκότιος
σκοτοδασυπυκνόθριξ
σκοτοδινιάω
σκοτοειδής
View word page
σκόροδον
σκόροδον .σκόροδον, ου, τό, garlic, Lat. allium, the root of which consists of several separate cloves (γελγῖθες) , and is thus distinguished from the onion (κρόμμυον) , and leek (πράσον) , Hdt.; in pl., Ar.

ShortDef

garlic

Debugging

Headword:
σκόροδον
Headword (normalized):
σκόροδον
Headword (normalized/stripped):
σκοροδον
IDX:
29805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29840
Key:
sko/rodon

Data

{'content': 'σκόροδον\n .σκόροδον, ου, τό,\n garlic, Lat. allium, the root of which consists of several separate cloves (γελγῖθες) , and is thus distinguished from the onion (κρόμμυον) , and leek (πράσον) , Hdt.; in pl., Ar.', 'key': 'sko/rodon'}