Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
ἀνόνητος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἄνοπλος
View word page
ἀνομοιόω
ἀνομοιόω from ἀνόμοιος to make unlike or dissimilar, Plat.: —Pass. to be or become so, Plat.
ShortDef
to make unlike
Debugging
Headword:
ἀνομοιόω
Headword (normalized):
ἀνομοιόω
Headword (normalized/stripped):
ανομοιοω
IDX:
2983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2984
Key:
a)nomoio/w
Data
{'content': 'ἀνομοιόω\n from ἀνόμοιος\n to make unlike or dissimilar, Plat.: —Pass. to be or become so, Plat.', 'key': 'a)nomoio/w'}