Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκοπάρχης
σκοπελοδρόμος
σκόπελος
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπιάζω
σκοπιά
σκοπιήτης
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρός
σκοπός
σκορακίζω
σκορδινάομαι
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
σκορόδιον
Σκοροδομάχοι
σκόροδον
σκορπίζω
σκορπίος
View word page
σκοπιωρός
σκοπιωρός σκοπι-ωρός, οῦ, ὁ, ὥρα, cura a watcher.

ShortDef

cura

Debugging

Headword:
σκοπιωρός
Headword (normalized):
σκοπιωρός
Headword (normalized/stripped):
σκοπιωρος
IDX:
29797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29832
Key:
skopiwro/s

Data

{'content': 'σκοπιωρός\n σκοπι-ωρός, οῦ, ὁ,\n ὥρα, cura\n a watcher.', 'key': 'skopiwro/s'}