Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκολιότης
σκολίωμα
σκολοπίζω
σκόλυμος
σκόμβρος
σκοπάρχης
σκοπελοδρόμος
σκόπελος
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπιάζω
σκοπιά
σκοπιήτης
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρός
σκοπός
σκορακίζω
σκορδινάομαι
σκοροδάλμη
σκοροδίζω
View word page
σκοπή
σκοπή σκοπή, ἡ, = σκοπιά I, in pl., Aesch., Xen.
ShortDef
lookout-place, watchtower; lookout, watch
Debugging
Headword:
σκοπή
Headword (normalized):
σκοπή
Headword (normalized/stripped):
σκοπη
IDX:
29792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29827
Key:
skoph/
Data
{'content': 'σκοπή\n σκοπή, ἡ,\n = σκοπιά I, in pl., Aesch., Xen.', 'key': 'skoph/'}