Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκολιόθριξ
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκολίωμα
σκολοπίζω
σκόλυμος
σκόμβρος
σκοπάρχης
σκοπελοδρόμος
σκόπελος
σκοπεύω
σκοπέω
σκοπή
σκοπιάζω
σκοπιά
σκοπιήτης
σκοπιωρέομαι
σκοπιωρός
σκοπός
σκορακίζω
View word page
σκόπελος
σκόπελος σκόπελος, ὁ, σκοπέω a look-out place, a peak, headland or promontory, Lat. scopulus, Hom., etc.
ShortDef
a look-out place, a peak, headland
Debugging
Headword:
σκόπελος
Headword (normalized):
σκόπελος
Headword (normalized/stripped):
σκοπελος
IDX:
29789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29824
Key:
sko/pelos
Data
{'content': 'σκόπελος\n σκόπελος, ὁ,\n σκοπέω\n a look-out place, a peak, headland or promontory, Lat. scopulus, Hom., etc.', 'key': 'sko/pelos'}