Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρύνω
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπός
σκολιόθριξ
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκολίωμα
σκολοπίζω
σκόλυμος
σκόμβρος
σκοπάρχης
σκοπελοδρόμος
View word page
σκνιπός
σκνιπός σκνῑπός, ή, όν dim-sighted. deriv. uncertain

ShortDef

stingy
dim-sighted

Debugging

Headword:
σκνιπός
Headword (normalized):
σκνιπός
Headword (normalized/stripped):
σκνιπος
IDX:
29778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29813
Key:
sknipo/s2

Data

{'content': 'σκνιπός\n σκνῑπός, ή, όν\n dim-sighted. \n deriv. uncertain', 'key': 'sknipo/s2'}