Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρύνω
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπός
σκολιόθριξ
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκολίωμα
σκολοπίζω
σκόλυμος
σκόμβρος
σκοπάρχης
View word page
σκνιπαῖος
σκνιπαῖος σκνῑπαῖος, α, ον dark, σκν. ὁδίτης a wanderer in the twilight, Theocr. from σκνῑπός

ShortDef

dark

Debugging

Headword:
σκνιπαῖος
Headword (normalized):
σκνιπαῖος
Headword (normalized/stripped):
σκνιπαιος
IDX:
29777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29812
Key:
sknipai=os

Data

{'content': 'σκνιπαῖος\n σκνῑπαῖος, α, ον\n dark, σκν. ὁδίτης a wanderer in the twilight, Theocr.\n from σκνῑπός', 'key': 'sknipai=os'}