Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρύνω
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπός
σκολιόθριξ
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκολίωμα
σκολοπίζω
σκόλυμος
View word page
σκληρύνω
σκληρύνω σκληρύ_νω, σκληρός to harden:—metaph. to harden the heart, NTest.

ShortDef

to harden

Debugging

Headword:
σκληρύνω
Headword (normalized):
σκληρύνω
Headword (normalized/stripped):
σκληρυνω
IDX:
29775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29810
Key:
sklhru/nw

Data

{'content': 'σκληρύνω\n σκληρύ_νω,\n σκληρός\n to harden:—metaph. to harden the heart, NTest.', 'key': 'sklhru/nw'}