Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρύνω
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπός
σκολιόθριξ
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
σκολίωμα
View word page
σκληρότης
σκληρότης from σκληρός σκληρότης, ητος, ἡ, hardness, Plat. of persons, hardness, harshness, austerity, Plat.

ShortDef

hardness

Debugging

Headword:
σκληρότης
Headword (normalized):
σκληρότης
Headword (normalized/stripped):
σκληροτης
IDX:
29773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29808
Key:
sklhro/ths

Data

{'content': 'σκληρότης\n from σκληρός\n σκληρότης, ητος, ἡ,\n hardness, Plat.\n of persons, hardness, harshness, austerity, Plat.', 'key': 'sklhro/ths'}