Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρύνω
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπός
σκολιόθριξ
σκόλιον
σκολιός
σκολιότης
View word page
σκληρός
σκληρός σκληρός, ά, όν σκέλλω hard, Lat. durus, Theogn., Aesch., etc. of sound, hard, harsh, crashing, Lat. aridus, Hes., Hdt. hard, stiff, unyielding, Lat. rigidus, Ar., Xen.:—of boys who look old for their age, stiff, sturdy, Plut., Luc. metaph. of things, hard, austere, severe, Soph., Eur.; σκληρὰ μαλθακῶς λέγων Soph. adv., σκληρῶς καθῆσθαι, i. e. on a hard seat, Ar.

ShortDef

hard

Debugging

Headword:
σκληρός
Headword (normalized):
σκληρός
Headword (normalized/stripped):
σκληρος
IDX:
29772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29807
Key:
sklhro/s

Data

{'content': 'σκληρός\n σκληρός, ά, όν\n σκέλλω\n hard, Lat. durus, Theogn., Aesch., etc.\n of sound, hard, harsh, crashing, Lat. aridus, Hes., Hdt.\n hard, stiff, unyielding, Lat. rigidus, Ar., Xen.:—of boys who look old for their age, stiff, sturdy, Plut., Luc.\n metaph. of things, hard, austere, severe, Soph., Eur.; σκληρὰ μαλθακῶς λέγων Soph.\n adv., σκληρῶς καθῆσθαι, i. e. on a hard seat, Ar.', 'key': 'sklhro/s'}