Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρύνω
σκληφρός
σκνιπαῖος
σκνιπός
σκολιόθριξ
View word page
σκιώδης
σκιώδης σκι-ώδης, ες contr. from σκιοείδης shady, Eur.
ShortDef
shady
Debugging
Headword:
σκιώδης
Headword (normalized):
σκιώδης
Headword (normalized/stripped):
σκιωδης
IDX:
29769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29804
Key:
skiw/dhs
Data
{'content': 'σκιώδης\n σκι-ώδης, ες\n contr. from σκιοείδης\n shady, Eur.', 'key': 'skiw/dhs'}