Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
σκληρύνω
View word page
σκιρτοπόδης
σκιρτοπόδης σκιρτο-πόδης, ου, ὁ, σκιρτάω, πούς spring-footed, Anth.

ShortDef

spring-footed

Debugging

Headword:
σκιρτοπόδης
Headword (normalized):
σκιρτοπόδης
Headword (normalized/stripped):
σκιρτοποδης
IDX:
29765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29800
Key:
skirtopo/dhs

Data

{'content': 'σκιρτοπόδης\n σκιρτο-πόδης, ου, ὁ,\n σκιρτάω, πούς\n spring-footed, Anth.', 'key': 'skirtopo/dhs'}