Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
ἄνομος
View word page
ἀνόμματος
ἀνόμματος ὄμμα eyeless, sightless, Soph.
ShortDef
eyeless, sightless
Debugging
Headword:
ἀνόμματος
Headword (normalized):
ἀνόμματος
Headword (normalized/stripped):
ανομματος
IDX:
2979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2980
Key:
a)no/mmatos
Data
{'content': 'ἀνόμματος\n ὄμμα\n eyeless, sightless, Soph.', 'key': 'a)no/mmatos'}