Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
ἀγρότης
ἀγροφύλαξ
ἀγρυπνέω
ἀγρυπνητικός
ἀγρυπνία
ἄγρυπνος
ἀγρώσσω
ἄγρωστις
ἀγρώτης
ἄγυια
ἀγυιᾶτις
Ἀγυιεύς
ἀγυμνασία
ἀγύμναστος
ἄγυρις
View word page
ἀγρυπνία
ἀγρυπνία ἀγρυπνέω sleeplessness, waking, watching, Plat.; ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο Hdt.
ShortDef
sleeplessness, waking, watching
Debugging
Headword:
ἀγρυπνία
Headword (normalized):
ἀγρυπνία
Headword (normalized/stripped):
αγρυπνια
IDX:
298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n298
Key:
a)grupni/a
Data
{'content': 'ἀγρυπνία\n ἀγρυπνέω\n sleeplessness, waking, watching, Plat.; ἀγρυπνίῃσιν εἴχετο Hdt.', 'key': 'a)grupni/a'}