Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
σκληρότης
σκληροτράχηλος
View word page
σκιρτητής
σκιρτητής σκιρτητής, οῦ, ὁ, from σκιρτάω a leaper, Mosch.
ShortDef
a leaper
Debugging
Headword:
σκιρτητής
Headword (normalized):
σκιρτητής
Headword (normalized/stripped):
σκιρτητης
IDX:
29764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29799
Key:
skirthth/s
Data
{'content': 'σκιρτητής\n σκιρτητής, οῦ, ὁ,\n from σκιρτάω\n a leaper, Mosch.', 'key': 'skirthth/s'}