Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
σκληρότης
View word page
σκίρτησις
σκίρτησις σκίρτησις, εως, from σκιρτάω a bounding, leaping, Plut.

ShortDef

a bounding, leaping

Debugging

Headword:
σκίρτησις
Headword (normalized):
σκίρτησις
Headword (normalized/stripped):
σκιρτησις
IDX:
29763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29798
Key:
ski/rthsis

Data

{'content': 'σκίρτησις\n σκίρτησις, εως,\n from σκιρτάω\n a bounding, leaping, Plut.', 'key': 'ski/rthsis'}