Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
σκληραγωγέω
σκληροκαρδία
σκληρός
View word page
σκίρτημα
σκίρτημα σκίρτημα, ατος, τό, from σκιρτάω a bound, leap, Aesch., Eur.

ShortDef

a bound, leap

Debugging

Headword:
σκίρτημα
Headword (normalized):
σκίρτημα
Headword (normalized/stripped):
σκιρτημα
IDX:
29762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29797
Key:
ski/rthma

Data

{'content': 'σκίρτημα\n σκίρτημα, ατος, τό,\n from σκιρτάω\n a bound, leap, Aesch., Eur.', 'key': 'ski/rthma'}