Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
σκιώδης
View word page
σκῖρος
σκῖρος σκῖρος, ὁ, stucco: any hard covering, v. σκῖρον.
ShortDef
stucco: any hard covering
Debugging
Headword:
σκῖρος
Headword (normalized):
σκῖρος
Headword (normalized/stripped):
σκιρος
IDX:
29759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29794
Key:
ski=ros
Data
{'content': 'σκῖρος\n σκῖρος, ὁ,\n stucco: any hard covering, v. σκῖρον.', 'key': 'ski=ros'}