Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
Σκίταλοι
View word page
σκίρον
σκίρον σκίρον (ῐ), ου, τό, the white sunshade which was borne from the Acropolis, in the festivals of Athena Σκιράς (τὰ Σκίρα) , Plut.

ShortDef

the white sunshade

Debugging

Headword:
σκίρον
Headword (normalized):
σκίρον
Headword (normalized/stripped):
σκιρον
IDX:
29758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29793
Key:
ski/ron

Data

{'content': 'σκίρον\n σκίρον (ῐ), ου, τό,\n the white sunshade which was borne from the Acropolis, in the festivals of Athena Σκιράς (τὰ Σκίρα) , Plut.', 'key': 'ski/ron'}