Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
Σκίρτος
Σκίρων
View word page
σκῖρον
σκῖρον σκῖρον, ου, τό, the hard rind of cheese, cheese-parings, Ar.
ShortDef
the hard rind
Debugging
Headword:
σκῖρον
Headword (normalized):
σκῖρον
Headword (normalized/stripped):
σκιρον
IDX:
29757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29792
Key:
ski=ron
Data
{'content': 'σκῖρον\n σκῖρον, ου, τό,\n the hard rind of cheese, cheese-parings, Ar.', 'key': 'ski=ron'}