Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
σκίρτημα
σκίρτησις
σκιρτητής
σκιρτοπόδης
View word page
σκίραφος
σκίραφος σκί_ρᾰφος, ὁ, a dice-box:—metaph. trickery, cheating, Hippon. deriv. uncertain

ShortDef

a dice-box

Debugging

Headword:
σκίραφος
Headword (normalized):
σκίραφος
Headword (normalized/stripped):
σκιραφος
IDX:
29755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29790
Key:
ski/rafos

Data

{'content': 'σκίραφος\n σκί_ρᾰφος, ὁ,\n a dice-box:—metaph. trickery, cheating, Hippon.\n deriv. uncertain', 'key': 'ski/rafos'}