Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
ἀνομολογούμενος
View word page
ἀνομίλητος
ἀνομίλητος having no communion with others, unsociable, Plat. c. gen., ἀνομ. παιδείας unacquainted with education, Luc.

ShortDef

having no communion with others, unsociable

Debugging

Headword:
ἀνομίλητος
Headword (normalized):
ἀνομίλητος
Headword (normalized/stripped):
ανομιλητος
IDX:
2978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2979
Key:
a)nomi/lhtos

Data

{'content': 'ἀνομίλητος\n having no communion with others, unsociable, Plat.\n c. gen., ἀνομ. παιδείας unacquainted with education, Luc.', 'key': 'a)nomi/lhtos'}