Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
σκιρτάω
View word page
σκίπων
σκίπων σκί_πων, ωνος, ὁ, = σκῆπτρον a staff, Hdt., Eur., etc.

ShortDef

a staff

Debugging

Headword:
σκίπων
Headword (normalized):
σκίπων
Headword (normalized/stripped):
σκιπων
IDX:
29751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29786
Key:
ski/pwn

Data

{'content': 'σκίπων\n σκί_πων, ωνος, ὁ,\n = σκῆπτρον\n a staff, Hdt., Eur., etc.', 'key': 'ski/pwn'}