Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
Σκιροφοριών
View word page
σκιόεις
σκιόεις σκιόεις, εσσα, εν σκιά shady, shadowy, οὔρεα σκιόεντα i. e. thickly wooded, Hom.; σκ. μέγαρα dark chambers, Od. act., νέφεα σκ. overshadowing clouds, Hom. shadowy, unsubstantial, Anth.

ShortDef

shady, shadowy

Debugging

Headword:
σκιόεις
Headword (normalized):
σκιόεις
Headword (normalized/stripped):
σκιοεις
IDX:
29750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29785
Key:
skio/eis

Data

{'content': 'σκιόεις\n σκιόεις, εσσα, εν\n σκιά\n shady, shadowy, οὔρεα σκιόεντα i. e. thickly wooded, Hom.; σκ. μέγαρα dark chambers, Od.\n act., νέφεα σκ. overshadowing clouds, Hom.\n shadowy, unsubstantial, Anth.', 'key': 'skio/eis'}