Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
σκῖρος
View word page
σκιοειδής
σκιοειδής σκιο-ειδής, ές εἶδος fleeting like a shadow, shadowy, Ar., Plat.

ShortDef

fleeting like a shadow, shadowy

Debugging

Headword:
σκιοειδής
Headword (normalized):
σκιοειδής
Headword (normalized/stripped):
σκιοειδης
IDX:
29749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29784
Key:
skioeidh/s

Data

{'content': 'σκιοειδής\n σκιο-ειδής, ές\n εἶδος\n fleeting like a shadow, shadowy, Ar., Plat.', 'key': 'skioeidh/s'}