Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
σκίρον
View word page
σκινδαλαμοφράστης
σκινδαλαμοφράστης σκινδᾰλᾰμο-φράστης, ου, ὁ, a straw-splitter, Anth.

ShortDef

a straw-splitter

Debugging

Headword:
σκινδαλαμοφράστης
Headword (normalized):
σκινδαλαμοφράστης
Headword (normalized/stripped):
σκινδαλαμοφραστης
IDX:
29748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29783
Key:
skindalamofra/sths

Data

{'content': 'σκινδαλαμοφράστης\n σκινδᾰλᾰμο-φράστης, ου, ὁ,\n a straw-splitter, Anth.', 'key': 'skindalamofra/sths'}