σκινδαλαμοφράστης
σκινδαλαμοφράστης
σκινδᾰλᾰμο-φράστης, ου, ὁ,
a straw-splitter, Anth.
{
"content": "σκινδαλαμοφράστης\n σκινδᾰλᾰμο-φράστης, ου, ὁ,\n a straw-splitter, Anth.",
"key": "skindalamofra/sths"
}