Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
σκῖρον
View word page
σκινδάλαμος
σκινδάλαμος σκινδάλᾰμος, Attic σχινδάλαμος, ὁ, a splinter, Lat. scindula:—metaph., λόγων σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.
ShortDef
a splinter
Debugging
Headword:
σκινδάλαμος
Headword (normalized):
σκινδάλαμος
Headword (normalized/stripped):
σκινδαλαμος
IDX:
29747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29782
Key:
skinda/lamos
Data
{'content': 'σκινδάλαμος\n σκινδάλᾰμος, Attic σχινδάλαμος, ὁ,\n a splinter, Lat. scindula:—metaph., λόγων σχινδάλαμοι straw-splittings, quibbles, Ar.', 'key': 'skinda/lamos'}