Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σκιατραφής
σκιατραφία
σκιατροφέω
σκιατροφία
σκιάω
σκίδνημι
σκιερός
σκίλλα
σκιμαλίζω
σκίμπους
σκίμπτομαι
σκινδάλαμος
σκινδαλαμοφράστης
σκιοειδής
σκιόεις
σκίπων
Σκίρα
Σκιράς
σκιραφεῖον
σκίραφος
Σκιρῖται
View word page
σκίμπτομαι
σκίμπτομαι σκίμπτομαι, = σκήπτομαι to allege, Pind.
ShortDef
place firmly
Debugging
Headword:
σκίμπτομαι
Headword (normalized):
σκίμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
σκιμπτομαι
IDX:
29746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n29781
Key:
ski/mptomai
Data
{'content': 'σκίμπτομαι\n σκίμπτομαι,\n = σκήπτομαι\n to allege, Pind.', 'key': 'ski/mptomai'}