Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνοκωχεύω
ἀνοκωχή
ἀνολβία
ἄνολβος
ἀνολκή
ἀνολολύζω
ἀνολοφύρομαι
ἀνομαλίζω
ἄνομβρος
ἀνομέω
ἀνομία
ἀνομίλητος
ἀνόμματος
ἀνομοιοειδής
ἀνόμοιος
ἀνομοιότης
ἀνομοιόω
ἀνομολογέομαι
ἀνομολογητέος
ἀνομολογία
ἀνομόλογος
View word page
ἀνομία
ἀνομία ἄνομος lawlessness, Hdt., Eur., etc.

ShortDef

lawlessness

Debugging

Headword:
ἀνομία
Headword (normalized):
ἀνομία
Headword (normalized/stripped):
ανομια
IDX:
2977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2978
Key:
a)nomi/a

Data

{'content': 'ἀνομία\n ἄνομος\n lawlessness, Hdt., Eur., etc.', 'key': 'a)nomi/a'}